Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

Μυρσίνη Γυθείου Λακωνίας: Πάνιτσα, το χωριό


Η Μαρία Ανδρακάκου γεννήθηκε στην Μυρσίνη, ένα χωριό έξω από το Γύθειο του Ν. Λακωνίας τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα. Η Μυρσίνη που τότε λεγόταν Πάνιτσα, πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ήταν μια μικρή κωμόπολη με μεγάλο και πολυπληθές δημοτικό σχολείο, ημιγυμνάσιο, ειρηνοδικείο και σταθμό χωροφυλακής. Μεγάλα και εύφορα κτήματα από ελιές, αμυγδαλιές, βελανιδιές, όλα τα εσπεριδοειδή και τα οπωροκηπευτικά με άφθονο νερό, αγκάλιαζαν τον τόπο και μαζί με την εκτροφή ζώων αποτελούσαν ουσιαστική πηγή πλούτου και ζωής για τους κατοίκους. Η Μαρία, ήταν η τρίτη από τις πέντε κόρες του κτηματία Κυριάκου Ανδρακάκου και της Σταυρούλας Κουτράκου από το γειτονικό Λίμπερδο (σημερινό Πλάτανο). Οι γονείς γέννησαν έντεκα παιδιά, αλλά η παιδική θνησιμότητα εκείνη την εποχή "χτυπούσε" κυρίως τα αγόρια. Μεγάλωνε ανάμεσα σε μια μεγάλη οικογένεια από συγγενείς με ισχυρό το αίσθημα της αδελφοσύνης και του αίματος, αφού ξαδέρφια τρίτου βαθμού μετείχαν όπως και τα αδέλφια σε όλες τις εκδηλώσεις και τις δραστηριότητες. Το όνομα Ανδρακάκου αποτελούσε φιλόξενη στέγη και συνάμα ασπίδα προστασίας. Οι εποχές απαιτούσαν ισχυρούς δεσμούς μέσα στους όμαιμους κατοίκους των αγροτικών περιοχών και έτσι η οικογένεια και οι κανόνες της θεοποιούνταν, όχι άστοχα. Στην δεκαετία του 1980 μου έλεγε πολλές φορές περιγράφοντας την αντίδρασή της, όταν την ρωτούσαν, αν είχε συνεπωνυμία με το Α ή Β Ανδρακάκο ή συγγένεια: "Μόνο συγγενείς υπάρχουν με αυτό το όνομα. Ακόμα. Γιατί, τώρα εδώ στην Αθήνα πάμε σε κηδείες, γάμους και βαφτίσια όλοι,και συναντιόμαστε και συγκινούμεθα. Όμως τα παιδιά μεγαλώνουν και τ' Αντρακόπουλα της δεύτερης γενιάς δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Και είναι κρίμα!"
Μόνο τα πρώτα και δεύτερα ξαδέρφια ήσαν περίπου 70-80 άτομα. Έτσι αμέσως μετά τον πόλεμο μια μεγάλη παρέα νεαρών από τη Μάνη, ανάμεσά τους και η Μαρία βρέθηκαν στην Αθήνα και τον Πειραιά για σπουδές. Ο πρώτος της σταθμός ήταν η Ράλλειος Παιδαγωγική Ακαδημία. Κατοικούσε στον μεταπολεμικό Πειραιά και τα δύσκολα για όλους χρόνια του σπαρακτικού εμφυλίου τα έζησε σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο της οδού Κολοκοτρώνη επιστρέφοντας συστηματικά κάθε βοήθεια που της έστελνε ο οικονομικά εύρωστος και εγγράμματος πατέρας της, από "περηφάνεια και φιλότιμο", όπως συχνά έλεγε. Το καλοκαίρι του 1949 ο Πατέρας έφυγε και το δυσαναπλήρωτο κενό του προσπάθησε να το καλύψει φέρνοντας στον Πειραιά το μικρότερο παιδί της οικογένειας, τη Θάλεια, γράφοντάς την στο Ράλλειο Γυμνάσιο και αναλαμβάνοντας την ανατροφή της και τις σπουδές της αποκλειστικά. Η εργασία της, στο ιδιωτικό σχολείο Μαυρίδη, τις δίνει τις πρώτες ικανοποιήσεις και τα πρώτα ερεθίσματα για το επαγγελματικό της αύριο.